Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξομάλυνση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξομάλυνση η [eksomálinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξομαλύνω: H ~ της πολιτικής κατάστασης / ενός κειμένου. || (ειδικότ.) Επίδομα εξομάλυνσης, που χορηγείται με σκοπό να καλύψει μισθολογικές διαφορές. || (γλωσσ.) ~ της κλίσης.

[λόγ. εξομαλύν(ω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες