Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντρύφημα το [endrífima] Ο49 : (λόγ.) α. ό,τι προσφέρει ιδιαίτερη πνευματική απόλαυση, ευχαρίστηση. β. πνευματικό έργο που είναι αποτέλεσμα εντρύφησης.
[λόγ. < ελνστ. ἐντρύφημα]
[Λεξικό Κριαρά]
- εντρύφημα το.
-
- (Μεταφ.) χαρά, καύχημα:
- Γλυκύτατέ μου Ιησού, … εντρύφημα, καλλώπισμα των ασκητών (Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 16).
[μτγν. ουσ. εντρύφημα]
- (Μεταφ.) χαρά, καύχημα: