Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενσώματος -η -ο [ensómatos] Ε5 : α.που υπάρχει σε σώμα, σε σάρκα. ANT ασώματος: H ενσώματη παρουσία του Σωτήρος. || Ενσώματο πνεύ μα. β. (νομ.) για στοιχείο περιουσίας που έχει συγκεκριμένη υλική υπόσταση· (πρβ. υλικός): Όλα τα ενσώματα αντικείμενα είναι, με την έννοια του νόμου, πράγματα.
[λόγ. < ελνστ. ἐνσώματος]