Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενενηκοντούτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενενηκοντούτης ο [enenikondútis] θηλ. ενενηκοντούτις [enenikondútis] Ο : (λόγ.) για πρόσωπο που έχει ηλικία ενενήντα ετών. || (συνήθ. ως επίθ.) ενενηντάχρονος, ενενηκονταετής: ~ γέρος.

[λόγ. < ελνστ. ἐνενηκοντούτης· λόγ. ενενηκοντούτ(ης) -ις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες