Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδόδερμα το [enδóδerma] Ο49 : (βιολ., ανατ.) το εσωτερικό στρώμα εμβρυϊκών κυττάρων στο έμβρυο των περισσότερων πολυκύτταρων οργανισμών.
[λόγ. < διεθ. endo- = ενδο- + -derm < αρχ. δέρμα]