Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμβόλιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμβόλιο το [emvólio] Ο40 : 1.(ιατρ.) παρασκεύασμα μικροβίων και παραγώγων τους που εισάγεται στον οργανισμό με σκοπό την πρόκληση ανοσίας σε ορισμένη νόσο ή την ανάπτυξη αμυντικών δυνάμεων: Aντιτυφικό / αντιχολερικό / αντιτετανικό ~. ~ διφθερίτιδας / ιλαράς. Πολλαπλό ~. Kάνω ~, εμβολιάζω άλλον ή εμβολιάζομαι. H παρασκευή εμβολίου κατά της γρίπης. ~ κατά της ευλογιάς, βατσίνα, δαμαλισμός. || το σημάδι που αφήνει στο δέρμα ο εμβολιασμός: Έχω ένα ~ στο αριστερό μου μπράτσο. 2. (γεωπ.) μικρό τμήμα βλαστού που χρησιμοποιείται για εμβολιασμό· μπόλι.

[λόγ. < ελνστ. ἐμβόλιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμβολιοθεραπεία η [emvolioθerapía] Ο25 : (ιατρ.) η θεραπευτική χρησιμοποίηση εμβολίων για την ενίσχυση της άμυνας του οργανισμού.

[λόγ. εμβόλι(ον) -ο- + -θεραπεία μτφρδ. γαλλ. vaccinothérapie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες