Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελαστικό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελαστικό το [elastikó] Ο38 : 1α. κόμμι που παρασκευάζεται (με χημικές ή μηχανικές μεθόδους) από το γαλακτώδη χυμό ορισμένων τροπικών φυτών και χρησιμοποιείται, κυρίως για την ελαστικότητά του, στην κατασκευή ποικίλων αντικειμένων· ελαστικό κόμμι, καουτσούκ: Φυτικό / ακατέργαστο / κατεργασμένο ~. β. τεχνική ύλη που παράγεται από προϊόντα απόσταξης λιθανθράκων και πετρελαίου και έχει όμοιες ιδιότητες και εφαρμογές με το ελαστικό: Tεχνητό ~. Bουλκανισμός ελαστικού. Προϊόντα ελαστικού. Bιομηχανία ελαστικού. 2. (ειδ.) το μέρος του τροχού οχήματος, που περιβάλλει και προστατεύει τον αεροθάλαμο· λάστιχο: ~ αυτοκινήτων. Aναγομώσεις ελαστικών.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ελαστικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελαστικός -ή -ό [elastikós] Ε1 : 1. για στερεό σώμα του οποίου το σχήμα ή ο όγκος μεταβάλλεται σχετικά εύκολα κάτω από την επίδραση μιας εξωτερικής δύναμης και επανέρχεται στην αρχική κατάσταση, μόλις η δύναμη αυτή πάψει να ασκείται: Ελαστικό σώμα / υλικό. Ελαστική μάζα / ύλη / σφαίρα. Ελαστικές ίνες. || (ανατ.) ~ ιστός, ποικιλία συνδετικού ιστού. || Ελαστικό κόμμι και ως ουσ. το ελαστικό*. 2. (μτφ.) α. που εύκολα, ανάλογα με τις περιστάσεις και τα συμφέροντά του, εγκαταλείπει και παρακάμπτει ηθικές αρχές και κανόνες· ευμετάβλητος από ηθική άποψη, ενδοτικός: Ελαστική συνείδηση, χαλαρή, ενδοτική. ~ χαρακτήρας. || Ελαστική ηθική. ANT αυστηρή, άκαμπτη. β. που έχει χαρακτήρα ήπιο, μετριοπαθή, υποχωρητικό. ANT αυστηρός, ανελαστικός: Ελαστικά κριτήρια. ANT χαλαρός: Ελαστική εφαρμογή του νόμου. Ελαστική βαθμολογία· (πρβ. επιεικής). || Ελαστική πολιτική· (πρβ. διαλλακτικός, μετριοπαθής). || ~ νόμος. Ελαστική νομοθεσία· (πρβ. επιεικής). ANT αυστηρός, σκληρός. 3. (μτφ.) για οικονομικά μεγέθη που μπορούν σχετικά εύκολα να μεταβάλλονται ή να προσαρμόζονται σε αλλαγές παραγόντων και συνθηκών. ANT ανελαστικός: Ελαστικές δαπάνες. Ελαστική ζήτηση. ελαστικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2.

[λόγ. < γαλλ. élastique < νλατ. elasticus < ελνστ. ἐλαστ(ός = ἐλατός) -icus = -ικός (δες και λάστιχο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελαστικότητα η [elastikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ελαστικού. 1. η ιδιότητα στερεού σώματος να μεταβάλλεται σε σχήμα ή σε διαστάσεις κάτω από την επίδραση μιας εξωτερικής δύναμης και να επανέρχεται στην αρχική του κατάσταση μόλις η δύναμη αυτή πάψει να ασκείται: H ~ ενός σώματος. Mικρή / μεγάλη ~. 2. (μτφ.) ενδοτικότητα σε βάρος ηθικών αρχών: ~ συνείδησης. || υποχωρητικότητα, διαλλακτικότητα: Οι προτάσεις του, παρά την ελαστικότητά τους, καταψηφίστηκαν. || έλλειψη αυστηρότητας· (πρβ. επιείκεια): Kρίνω / βαθμολογώ με ~. 3. (μτφ.): ~ οικονομικού μεγέθους.

[λόγ. ελαστικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες