Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτενής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτενής -ής -ές [ektenís] Ε10 : που εκτείνεται, απλώνεται σε μεγάλη έκταση· εκτεταμένος: ~ χώρος. Εκτενές κείμενο, με πολλές, αναλογικά προς το θέμα του, σελίδες. ANT σύντομο. || που αναφέρεται σε πολλά, σε πολλές όψεις ή λεπτομέρειες. ANT σύντομος, περιληπτικός: ~ αφήγηση / αναφορά / συζήτηση / ανάλυση. || (εκκλ.) ~ δέηση και ως ουσ. η εκτενής, που απαγγέλλεται κατά τη Θεία Λειτουργία μετά τα αναγνώσματα υπέρ των ευεργετών του ναού, του αρχιεπισκόπου, των ευσεβών χριστιανών κ.ά. εκτενώς ΕΠIΡΡ για πολύ χρόνο ή λεπτομερώς, αναλυτικώς, εν εκτάσει: Aπέφυγε να μιλήσει ~ για ό,τι δε γνώριζε καλά.

[λόγ. < ελνστ. ἐκτενής, αρχ. σημ.: `προσκολλημένος, φιλικός΄· λόγ. εκτεν(ής) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες