Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκρηξιγενής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκρηξιγενής -ής -ές [ekriksijenís] Ε10 : (γεωλ.) που έχει σχηματιστεί από το διάπυρο υλικό που, με διάφορους τρόπους (με τις εκρήξεις ηφαιστείων κ.ά.), ανέρχεται από το εσωτερικό της Γης στην επιφάνειά της ή κοντά σε αυτήν και στερεοποιείται· πυριγενής: Εκρηξιγενές πέτρωμα. Εκρηξιγενή υλικά.

[λόγ. έκρηξι(ς) + -γενής απόδ. γαλλ. éruptif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες