Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκποδών [ekpoδón] επίρρ. : στη λόγια ΦΡ θέτω κπ. ~, απαλλάσσομαι από κπ., κάνοντάς τον ανίκανο να με εμποδίσει ή να με βλάψει· ΣYN έκφρ. βγάζω από τη μέση.
[λόγ. < αρχ. ἐκποδών]