Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκκρεμές το [ekremés] Ο (βλ. Ε10) : 1. (φυσ.) για στερεό σώμα που κρέμεται από σταθερό σημείο έτσι ώστε, όταν τίθεται σε κίνηση, να εκτελεί συνεχείς και αρμονικές ταλαντώσεις στο χώρο: Φυσικό ή σύνθετο ~, σώμα βαρύ που ταλαντεύεται γύρω από οριζόντιο άξονα ο οποίος δεν περνά από το κέντρο βάρους του. Mαθηματικό ή απλό ~, υλικό σημείο που κινείται διατηρώντας μια σταθερή απόσταση από άλλο συγκεκριμένο σημείο. ~ στρέψης, που εκτελεί ταλαντώσεις γύρω από κατακόρυφο άξονα. Mαγνητικό ~, που κινείται κάτω από την επίδραση ενός μαγνητικού πεδίου. Tο ~ χρησιμοποιήθηκε προπάντων για τη μέτρηση του χρόνου. 2. παλαιού τύπου ρολόι τοίχου ή επιτραπέζιο που λειτουργεί με εκκρεμές.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. εκκρεμής σημδ. γαλλ. pendule]