Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειλημμένος -η -ο [iliménos] Ε3 : συνήθ. στη λόγια έκφραση ειλημμένη απόφαση, την οποία έχουν ήδη πάρει και γι΄ αυτό δεν είναι δυνατό να επανεξεταστεί ή να αλλάξει: Δεν έχει νόημα να συζητάμε για ειλημμένες ήδη αποφάσεις.
[λόγ. < ελνστ. εἰλημμένος `που έχει γίνει δεκτός (στα μυστήρια)΄ μππ. του αρχ. ρ. λαμβάνω, σημδ. γαλλ. pris]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειλητάριο το [ilitário] Ο42 : χειρόγραφη επιμήκης μεμβράνη (περγαμηνή) που τυλιγόταν γύρω από μικρό κυλινδρικό ξύλο. || (ειδ. εκκλ.) ειλητάριο στο οποίο ήταν γραμμένη η Θεία Λειτουργία: Iερατικά / διακονικά ειλητάρια.
[λόγ. < μσν. ειλητάριον υποκορ. του ελνστ. εἰλητ(ός) `τυλιγμένος΄ -άριον]
[Λεξικό Κριαρά]
- ειλητάριον το· ’λητάριν.
-
- 1) Λουρί, σκοινί ειδικά για σκυλιά:
- φαρίν εκαβαλίκευεν … κι οπίσω του εκολούθησε σκυλίν με το ’λητάριν (Λίβ. (Lamb.) N 40)·
- (σε μεταφ.):
- Έδεσα και την γλώσσα μου με κανισχίου ’λητάριν (Σαχλ., Αφήγ. 337).
- 2) Γενικ. σκοινί, σπάγγος:
- αρμαθούς (ενν. με σύκα) εσκεύαζεν με πλάκας και ’λητάρια (Ημερολ. 139).
[παλαιότ. ουσ. ειλητάριον (6. αι., L‑S) <ουσ. ειλητόν (4. αι. Lampe, λ. ‑ός) + κατάλ. ‑άριον. Ο τ. στο Du Cange (λ. λυτάρι) και σήμ. ιδιωμ., καθώς και άλλοι τ.]
- 1) Λουρί, σκοινί ειδικά για σκυλιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- ειλητεύω· ’λητεύγω.
-
- Δένω, σέρνω με σκοινί:
- σκύλους ελήτευγα (Σαχλ., Αφήγ. 132).
[<ουσ. ειλητόν (βλ. ‑άριον) + κατάλ. ‑εύω. Τ. ’λη‑ σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]
- Δένω, σέρνω με σκοινί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειλητό το [ilitó] Ο38 : (εκκλ.) τετράγωνο ύφασμα που απλώνεται επάνω στην Aγία Tράπεζα κατά την τελετή της Θείας Λειτουργίας· (πρβ. αντιμήνσιο).
[λόγ. < μσν. ειλητόν ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. εἰλητός `τυλιγμένος΄]