Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυναστεία η [δinastía] Ο25 : 1. η διαδοχική σειρά κληρονομικών αρχόντων που ανήκουν στην ίδια οικογένεια: H ~ των Aψβούργων. Iδρυτής της ελληνικής βασιλικής δυναστείας ήταν ο Γεώργιος A'. 2. για πολυμελή συνήθ. οικογένεια, τα μέλη της οποίας διακρίνονται στον πολιτικό ή οικονομικό τομέα, για δύο τουλάχιστον γενιές: H ~ των Kένεντι.
[λόγ. < γαλλ. dynastie (στη νέα σημ.) < αρχ. δυναστεία `κυριαρχία΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- δυναστεία η· δυνάστεια· δυναστειά.
-
- 1)
- α) Δύναμη:
- τούτον εκόσμησας τοσαύτῃ δυναστείᾳ (Διήγ. Βελ. N2 52)·
- β) δύναμη, ορμητικότητα:
- τα κύματα κτυπούν με δυναστειά στα βράχη (Θησ. Η´ [63]).
- α) Δύναμη:
- 2) (Σε προσφών.) μεγαλειότητα:
- η υμετέρα η δυναστειά (Φλώρ. 1730).
- 3)
- α) Βία, πίεση, καταναγκασμός:
- αν δεν το δώσετε με το καλόν, θέλομεν εμπήν με δυναστείαν (Μαχ. 45610)·
- β) βίαιη πράξη, βιαιότητα:
- εποίκαν μεγάλην δυναστείαν και παραβουλίαν να σκοτώσουν τον βισκούντην (Μαχ. 5729)·
- γ) βιασμός:
- (Ασσίζ. 9716).
- α) Βία, πίεση, καταναγκασμός:
- 4) Επιθανάτια αγωνία:
- η ψυχή ’κ το κούφος του με δυναστειάν εβγήκεν (Θησ. Ι´ [1113]).
- 5) Στενοχώρια, θλιβερό γεγονός:
- φαρμάκια, δυστυχίες, πάσα δυνάστεια έβλεπε με ήθος αγριωμένον (Θησ. Ζ´ [434]).
- Η γεν. και η δοτ. ως επίρρ. = με τρόπο βίαιο, διά της βίας:
- περί εκείνου οπού φθείρει μίαν παρθένον δυναστείας ού με το θέλημά της (Ασσίζ. 34626· Θησ. ΙΒ´ [318]).
- Η αιτιατ. δυναστείαν (πιθ. κατά παρεξήγηση της δοτ. με ν) ως επίρρ. = με κίνδυνο:
- είς γραμματικός δυναστείαν του βίου τό του δίδουν γράφει (Ασσίζ. 47730).
[αρχ. ουσ. δυναστεία. Η λ. και σήμ.]
- 1)