Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικαιοδοσία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικαιοδοσία η [δikeoδosía] Ο25 : η εξουσία που δίνεται σε κπ., με νόμο, διαταγή κτλ., για να κρίνει ή να ενεργήσει μέσα σε καθορισμένα πλαίσια: Aδικήματα που υπάγονται / εμπίπτουν στη ~ των ποινικών δικαστηρίων. Aυτή η περίπτωση υπάγεται στη ~ της νομαρχίας / του υπουργού. || το σύνολο των καθηκόντων και των δικαιωμάτων που έχει αυτός στον οποίο έχει δοθεί η παραπάνω εξουσία: Ποιες είναι οι δικαιοδοσίες του;, οι αρμοδιότητες.

[λόγ. < ελνστ. δικαιοδοσία]

[Λεξικό Κριαρά]
δικαιοδοσία η.
  • Δικαίωμα:
    • μηδείς άλλος εχέτω δικαιοδοσίαν κρισιμάτων μέσον των Γραικών (Διάτ. Κυπρ. 5093‑4).

[μτγν. ουσ. δικαιοδοσία. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες