Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διεύρυνση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεύρυνση η [δiévrinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διευρύνω. 1. (λόγ.) διαπλάτυνση. || (επιστ.): H ~ των αγγείων / των αρτηριών. 2. (μτφ.) αύξηση του αριθμού ή επέκταση των ορίων, ώστε να περιληφθούν και άλλα πρόσωπα, πράγματα κτλ.: H ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την εισδοχή νέων μελών. ~ των αρμοδιοτήτων μιας δημόσιας υπηρεσίας.

[λόγ. διευρύν(ω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες