Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπεραστικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπεραστικός -ή -ό [δiaperastikós] Ε1 : που γίνεται έντονα αισθητός: Διαπεραστικό ψύχος. Διαπεραστική οσμή. ~ πόνος. || Διαπεραστική ματιά. Διαπεραστικό βλέμμα. || (για ήχο) που είναι οξύς και ενοχλητικός: Mια διαπεραστική φωνή / κραυγή. διαπεραστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. διαπερασ- (διαπερῶ) `διαπερνώ΄ -τικός μτφρδ. γαλλ. pénétrant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες