Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακλάδωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακλάδωση η [δiakláδοsi] Ο33 : διαίρεση σε κλάδους. 1α. στα φυτά, ο χωρισμός του βλαστού σε μικρότερους κλάδους ή η ανάπτυξη άλλων μικρότερων, που ξεκινούν από τα πλάγια του μητρικού βλαστού, απλώνονται σε διάφορες κατευθύνσεις και σχηματίζουν ένα σύστημα από μικρά και μεγάλα κλαδιά. || Διακλαδώσεις της ρίζας. Φύλλα με πλούσια ~ των νεύρων. β. η διαίρεση των αιμοφόρων αγγείων, των νεύρων, των βρόγχων κτλ. σε μικρότερα, δευτερεύοντα αγγεία, νεύρα, βρόγχους κτλ. γ. η διαίρεση μιας κεντρικής γραμμής σε μικρότερες που σχηματίζουν δίκτυο: Προχωρήσαμε ως τη ~ του δρόμου. Πρόκειται να γίνει ~ της σιδηροδρομικής γραμμής. 2. καθένας από τους κλάδους (κλαδιά, αγγεία, σωληνώσεις, γραμμές κτλ.) σε σχέση με το μητρικό κορμό: Δημιουργήθηκε μια νέα ~ στο δίκτυο του νερού / της αποχέτευσης. Επισκευάζεται η ~ του δρόμου που οδηγεί σε απομακρυσμένα χωριά.

[λόγ. διακλαδω- (θ. του ρ. διακλαδούμαι < δια- κλάδ(ος) -ούμαι `διακλαδίζομαι΄) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. branchement ή γερμ. Verzweigung]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες