Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάστρεμμα το [δiástrema] Ο49 : (ιατρ.) κάκωση σε άρθρωση χωρίς μετατόπιση των οστών της· στραμπούληγμα: Ελαφρό / βαρύ / σοβαρό ~.
[λόγ. < αρχ. διάστρεμμα]