Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάκειμαι [δiákime] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) μτχ. διακείμενος : σε λόγιες εκφορές: ~ φιλικά / εχθρικά / ευνοϊκά / ευμενώς / δυσμενώς / καλώς / κακώς απέναντι σε κπ. ή σε κτ. ή είμαι φιλικά (κτλ.) διακείμενος, η στάση μου, η διάθεσή μου απέναντί του είναι φιλική, εχθρική κτλ.
[λόγ. < αρχ. διάκειμαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- διάκειμαι.
-
- Κείμαι, βρίσκομαι:
- (Μάρκ., Βουλκ. 3424).
[αρχ. διάκειμαι. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Κείμαι, βρίσκομαι: