Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημοσιογραφία η [δimosioγrafía] Ο25 : το σύνολο των εργασιών που αφορούν τη συγκέντρωση και την επεξεργασία ειδήσεων καθώς και το γράψιμο των κειμένων για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης: Σπούδασε νομικά, ασχολήθηκε όμως με τη ~. Έντυπη ~, για εφημερίδα ή περιοδικό. Hλεκτρονική ~, για ραδιόφωνο ή τηλεόραση. || οι σχετικές γνώσεις: Σχολή / σπουδές δημοσιογραφίας. || το σχετικό επάγγελμα: Άσκηση της δημοσιογραφίας. || οι δημοσιογράφοι: H αδέσμευτη / μαχόμενη ~.
[λόγ. δημοσιογράφ(ος) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημοσιογραφικός -ή -ό [δimosioγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δημοσιογραφία ή με το δημοσιογράφο: Δημοσιογραφικό έργο / κείμενο / ύφος / επάγγελμα. Kανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Δημοσιογραφικό χαρτί. ~ οργανισμός. Δημοσιογραφικές πηγές / πληροφορίες.
δημοσιογραφικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. δημοσιογράφ(ος) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημοσιογράφος ο [δimosioγráfos] Ο18 θηλ. δημοσιογράφος [δimosioγráfos] Ο35 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία: Εργάζεται ως ~ σε εφημερίδα / σε ραδιοφωνικό σταθμό / στην τηλεόραση.
[λόγ. δημόσι(ος) -ο- + -γράφος απόδ. γαλλ. publiciste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημοσιογραφώ [δimosioγrafó] Ρ10.9α : 1. γράφω και δημοσιεύω κείμενα σε εφημερίδα ή σε περιοδικό (είτε ως επαγγελματίας δημοσιογράφος είτε ως συνεργάτης): Δημοσιογραφεί σε αθηναϊκή / σε τοπική εφημερίδα. 2. ασκώ το επάγγελμα του δημοσιογράφου.
[λόγ. δημοσιογράφ(ος) -ώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημοσιολογία η [δimosiolojía] Ο25 : η επιστημονική μελέτη του δημόσιου δικαίου και γενικότερα των πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων.
[λόγ. δημοσιολόγ(ος) -ία απόδ. γαλλ. publicisme]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημοσιολογικός -ή -ό [δimosiolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δημοσιολογία.
[λόγ. δημοσιολογ(ία) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημοσιολόγος ο [δimosiolóγοs] Ο18 θηλ. δημοσιολόγος [δimosiolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με τη δημοσιολογία.
[λόγ. δημόσι(ος) -ο- + -λόγος απόδ. γαλλ. publiciste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημοσιονομία η [δimosionomía] Ο25 : επιστήμη που ασχολείται με τα δημόσια οικονομικά.
[λόγ. δημόσι(ος) -ο- + -νομία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημοσιονομικός -ή -ό [δimosionomikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δημοσιονομία: Δημοσιονομική πολιτική. Δημοσιονομικά μέτρα. Δημοσιονομικό έλλειμμα.
δημοσιονομικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. δημοσιονομ(ία) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημοσιοποίηση η [δimosiopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δημοσιοποιώ.
[λόγ. δημοσιοποιη- (δημοσιοποιώ) -σις > -ση]