Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δερματοστιξία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δερματοστιξία η [δermatostiksía] Ο25 : (λόγ.) το τατουάζ.

[λόγ. δερματο- + στιξ- (στίζω) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες