Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δενδροκαρποφόρος, επίθ.
-
- Που έχει καρποφόρα δέντρα:
- εις τόπον … δενδροκαρποφόρον (Βυζ. Ιλιάδ. 443).
[<ουσ. δένδρον + επίθ. καρποφόρος]
- Που έχει καρποφόρα δέντρα: