Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκτός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δεκτός, επίθ.· δεχτός.
  • 1)
    • α) Παραδεκτός, αποδεκτός:
      • πάντες … ένι φίλοι Θεού, επειδή πολεμούν κρίσιν πρεπάμενη και δεκτήν (Ασσίζ. 2828
    • β) ευάρεστος:
      • έργα … δεκτά εις τον Θεόν (Διγ. Άνδρ. 38327).
  • 2) Έγκυρος, νόμιμος:
    • Περί του … ποίος γάμος ην δεκτός (Ασσίζ. 1162).

[μτγν. επίθ. δεκτός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεκτός -ή -ό [δektós] Ε1 : 1. που τον δέχεται ή που μπορεί να τον δεχτεί κάποιος: Έγινε ~ με αισθήματα ενθουσιασμού. Στις χαρτοπαικτικές λέσχες γίνονται δεκτά μόνο τα μέλη. Aιτήσεις γίνονται δεκτές μέχρι το τέλος του μηνός. 2α. που γίνεται αποδεκτός, που τον υιοθετεί κάποιος: H πρότασή του έγινε ομόφωνα δεκτή. β. που εγκρίνεται σύμφωνα με κάποιες γραφειοκρατικές διαδικασίες: H αίτησή σας έγινε δεκτή.

[λόγ. < ελνστ. δεκτός (πρβ. μσν. δεχτός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες