Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δάπεδο το [δápeδo] Ο40 : το έδαφος ενός κλειστού κυρίως, αλλά και ενός περιορισμένου, χώρου το οποίο έχει γίνει ομαλό και λείο με τεχνητό τρόπο και συνήθ. έχει επιστρωθεί με διάφορα υλικά· (πρβ. πάτωμα): Ξύλινο / μαρμάρινο / ψηφιδωτό ~. Tο ~ του δωματίου / του ασανσέρ. Tο ~ της αυλής. Tο ~ του σαλονιού ήταν καλυμμένο με μοκέτα.
[λόγ. < αρχ. δάπεδον]