Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γριά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
γριά η· γρα· γραιά· γρε· γρία.
  • Γυναίκα προχωρημένης ηλικίας:
    • Η Σάρρα, που ’τον άκαρπη και γρα κατά τη φύση (Θυσ. 667
    • (προκ. για ζώο):
      • γραιάν … αλωπούτσαν (Χρησμ. I 6).
  • Η λ. σε τοπων.:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2656).

[<αρχ. ουσ. γραία. Ο τ. γραιά και η λ. στο Du Cange. Οι τ. γρα και γρε και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρια- [γria] (άκλ.) : (οικ.) άτονη προτακτική λέξη που ακολουθείται πάντοτε από το ενωτικό (-)· (πρβ. γερο-12)· προσδιορίζει βαφτιστικό θηλυκό όνομα ή ουσιαστικό που δείχνει ιδιότητα, επάγγελμα: γρια-Kατίνα· γρια-δασκάλα.

[< ουσ. γριά με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα (σύγκρ. Aϊ-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες