Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γοητής ο.
-
- Μάγος, γητευτής:
- Όταν δε έλθῃ εις την γοητού φωνήν, αποκρίνεται αυτήν (Φυσιολ. (Zur.) XVIII15).
[πιθ. <γόης κατά τα ουσ. σε ‑τής· άσχ. το αρχ. γοητής· πβ. ουσ. γοήτης (πιθ. 7. αι., Lampe) και γοητίας (LBG)]
- Μάγος, γητευτής: