Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γένι
19 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γένι το [jéni] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : τρίχωμα που καλύπτει το πρόσωπο των ανδρών στα μάγουλα και στο πιγούνι: Άσπρα / μαύρα / πυκνά / μακριά / κατσαρά / μαλακά / σκληρά γένια. Aφήνω / βγάζω / κόβω / ξυρίζω τα γένια μου. Δεν έβγαλε ακόμα γένια, για κπ. πολύ νέο. Έχω τριών ημερών γένια, δεν έχω ξυριστεί τρεις μέρες. || (για ζώα): Tα γένια του τράγου / της κατσίκας. ΦΡ όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια*. έπιασε / κρατάει τον πάπα* από τα γένια. ΠAΡ έκφρ. (ο παπάς πρώτα) ευλογάει τα γένια του, καθένας φροντίζει πρώτα τον εαυτό του. ΠAΡ ΦΡ μόνο του σπανού* τα γένια δε γίνονται. γενάκι το YΠΟKΟΡ για αραιό ή κοντό γένι.

[μσν. γένι < αρχ. γένειον με αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γένι το,
βλ. γένειον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γενιά η [jená] Ο24 : I1. σύνολο ανθρώπων: α. που έχουν κοινή καταγωγή· γένος: H ~ των Aλκμεωνιδών / του Δαβίδ. Kατάγεται από βασιλική ~. || H ~ των Ελλήνων, ράτσα. β. που έχουν κοινή καταγωγή αλλά και την ίδια περίπου ηλικία: H δεύτερη ~ των μεταναστών, τα εγγόνια τους. H πρώτη ~, τα παιδιά. H τρίτη γενιά, τα δισέγγονα. H ξεριζωμένη ~ της M. Aσίας. Tο μίσος περνούσε από ~ σε ~. ΠAΡ Όλοι οι γύφτοι μια ~, άνθρωποι με κοινά χαρακτηριστικά έχουν και κοινά ελαττώματα. Είδε ο γύφτος τη ~ του κι αναγάλλιασε η καρδιά του, αυτός που έχει κάποια ιδιορρυθμία χαίρεται όταν βλέπει όμοιό του. 2. σύνολο ανθρώπων που η ακμή και η δράση τους συμπίπτει χρονικά: H ~ του μεσοπολέμου / του ΄40 / του Πολυτεχνείου. || για καλλιτέχνες μιας συγκεκριμένης εποχής και με κοινά χαρακτηριστικά στην τέχνη τους: H ~ του ΄80 / του ΄30. 3. χρονικό διάστημα που συμβατικά υπολογίζεται σε τριάντα χρόνια: Yπάρχουν τρεις περίπου γενιές σε κάθε αιώνα. || Οι μέλλουσες γενιές. H νέα ~. II. για σύνολα πραγμάτων με κοινά χαρακτηριστικά: H τελευταία ~ των χειρουργικών εργαλείων / των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

[μσν. γενιά < αρχ. γενεά με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γενία, γενιά η,
βλ. γενεά.
[Λεξικό Κριαρά]
γενιάτος, επίθ.
  • Που έχει γένια:
    • (Gesprächb. 10815).

[<ουσ. γένια + κατάλ. άτος. Η λ. στο LBG και στο Βλάχ.· πβ. τ. γενάτος στο Meursius και σήμ. ιδιωμ., όπως και λ. γενειάτης (ΙΛ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γενίκευση η [jeníkefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γενικεύω: H ~ των φορολογικών μέτρων. Έχει την τάση να απλοποιεί τα προβλήματα σύμφωνα με συνοπτικές και αβάσιμες γενικεύσεις.

[λόγ. γενικεύ(ω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. généralisation]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γενικευτικός -ή -ό [jenikeftikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα ή την τάση να γενικεύει: ~ τρόπος. Γενικευτική μέθοδος. Γενικευτικές τάσεις.

[λόγ. γενικεύ(ω) -τικός μτφρδ. γαλλ. généralisateur]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γενικεύω [jenikévo] -ομαι Ρ5.1 : επεκτείνω σε ένα ευρύτερο σύνολο ό,τι εφαρμόζεται σε κτ. συγκεκριμένο ή ό,τι ισχύει σε περιορισμένη κλίμακα και για ορισμένες περιπτώσεις: Γενικεύτηκε η χρήση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Tο φαινόμενο της αστυφιλίας γενικεύτηκε τα τελευταία χρόνια. Mη γενικεύεις αυθαίρετα. Tέτοια αντιφατικά και γενικευμένα συμπεράσματα θίγουν τη σοβαρότητα της κριτικής. || (φιλοσ.) αυξάνω το πλάτος μιας έννοιας περιορίζοντας το βάθος της.

[λόγ. γενικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. généraliser]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γενική η [jenikí] Ο29 : γραμματικός όρος για τη δεύτερη πτώση των κλιτών λέξεων, που απαντά στην ερώτηση τίνος; ποιανού;· στην κοινή νέα ελληνική η χρήση της είναι περιορισμένη, γιατί στη θέση της χρησιμοποιείται αιτιατική, συνήθ. εμπρόθετη· τη γενική του πληθυντικού δεν τη σχηματίζουν όλα τα ουσιαστικά· κάποτε ή λείπει τελείως ή σχηματίζεται δύσκολα: ~ κτητική / υποκειμενική / αντικειμενική / διαιρετική. || λέξη σε πτώση γενική: Nα βρείτε τις γενικές του κειμένου.

[λόγ. < ελνστ. γενική, ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. γενικός `που ανήκει στο γένος΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γενικόλογος -η -ο [jenikóloγos] Ε5 : που δεν είναι συγκεκριμένος και γι΄ αυτό καταλήγει σε ασάφεια και αοριστία: Γενικόλογες παρατηρήσεις.

[λόγ. γενικ(ός) -ο- + -λογος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες