Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γέμω· γιόμω.
-
- Α´ (Μτβ.) γεμίζω κ.:
- (Πικατ. 91)·
- (μεταφ.):
- η ανδρειά σου γέμει κόσμον (Λίβ. P 543).
- Β´ (Αμτβ.) είμαι γεμάτος από κ.:
- γέμουν τα δώματα λαό (Ερωτόκρ. Β´ 110).
[αρχ. γέμω. Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Α´ (Μτβ.) γεμίζω κ.:
[Λεξικό Κριαρά]
- γεμώ.
-
- Α´ (Μτβ.) γεμίζω κ. ή κάπ. με κ.:
- γεμοί (ενν. ο φοίνιξ) τας πτέρυγας αυτού αρωμάτων (Φυσιολ. (Zur.) XIII 15).
- Β´ (Αμτβ.) γεμίζω:
- με τα αίματ’ αυτωνών τα βούρκα εγεμούσαν (Παλαμήδ., Βοηβ. 304).
[μτγν. γεμόω. Βλ. και γεμώνω]
- Α´ (Μτβ.) γεμίζω κ. ή κάπ. με κ.:
[Λεξικό Κριαρά]
- γεμώζω.
-
- Α´ (Μτβ.) γεμίζω κ. ή κάπ. με κ.:
- και βάλλει (ενν. ο Βελισάριος) και γεμώζει τα (ενν. τα πλοία) λάφυρά τε και σκύλα (Γεωργηλ., Βελ. Λ 369).
- Β´ (Αμτβ.) γεμίζω:
- συναπαντώ τήν ηγαπώ στη βρύση που γεμώζει (Εκατόλ. Μ 7).
[<γεμώνω + γεμίζω κατά συμφ. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑νω)]
- Α´ (Μτβ.) γεμίζω κ. ή κάπ. με κ.:
[Λεξικό Κριαρά]
- γεμώνω· γεμώννω· γιομώνω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Γεμίζω κ. ή κάπ. με κ.:
- εγιόμωσες κάρβουνα την ποδιά μου (Ch. pop. 362).
- 2) Φρ. ο νους μου το εγέμωσε = το πήρα απόφαση:
- (Πικατ. 54).
- 3) Φρ. γεμώνω το δοξάριν = θέτω το βέλος στο τόξο:
- (Μαχ. 12224).
- 4) Φρ. γεμώνω το χέρι μου = εγκαθίσταμαι ως ιερέας:
- (Πεντ. Λευιτ. XXI 10).
- 1) Γεμίζω κ. ή κάπ. με κ.:
- Β´ Αμτβ.
- 1) Γεμίζω, είμαι γεμάτος (από κ.):
- μαζώνουνται οι ανθρώποι, γεμώνουν τα στενά (Λεηλ. Παροικ. 234).
- 2) Συμπληρώνομαι:
- προς το άγιασμα να μην έρτει ως να γεμώσουν οι μέρες της καθεροσύνης της (Πεντ. Λευιτ. XII 4).
- 1) Γεμίζω, είμαι γεμάτος (από κ.):
[<γεμώ. Η λ. στο Meursius (‑όννειν) και σήμ. ιδιωμ.]
- Α´ Μτβ.
[Λεξικό Κριαρά]
- γέμωσις η.
-
- (Προκ. για τη σελήνη) η περίοδος κατά την οποία «γεμίζει»:
- όταν είναι γέμωσις, ήγουν από την πρώτην του φεγγαριού έως τας ιε´ (Αγαπ., Γεωπον. 166).
[<γεμώνω + κατάλ. ‑σις. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (‑η)]
- (Προκ. για τη σελήνη) η περίοδος κατά την οποία «γεμίζει»:
[Λεξικό Κριαρά]
- γέμωσμα το.
-
- Γέμισμα:
- γέμωσμα της φούχτης (Πεντ. Λευιτ. V 12).
[<αόρ. του γεμώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Γέμισμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- γεμωστός, επίθ.
-
- Γεμάτος:
- εκείνα (ενν. τα βαρέλια) είναι γεμωστά ολόχρυσα δουκάτα (Ιμπ. (Legr.) 757).
[<γεμώζω. Η λ. και σήμ. κρητ. (ΙΛ)]
- Γεμάτος: