Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γέλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γέλος το.
  • 1) Γέλιο:
    • μη χρήσεις γέλος άτακτον και στήσεις ψόγον μέγαν (Σπαν. A 254).
  • 2) Γέλιο σαρκαστικό, περιγελαστικό:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 1339).

[<αρχ. ουσ. γέλως ο. Η λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ. ποντ. (ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες