Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βύρσα η [vírsa] Ο25 : (λόγ.) κατεργασμένο δέρμα ζώου· τομάρι.
[λόγ. < αρχ. βύρσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- βυρσάριον το.
-
- Δέρμα:
- (Τρωικά 5339).
[<ουσ. βύρσα + κατάλ. ‑άριον. Η λ. στη Σούδα (DGE, LBG) και το 10. αι. (LBG)]
- Δέρμα: