Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βυρσοδέψης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυρσοδέψης ο [virsoδépsis] Ο10 : τεχνίτης που κατεργάζεται δέρματα ζώων. || ιδιοκτήτης βυρσοδεψείου.

[λόγ. < αρχ. βυρσοδέψης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες