Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρούβα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρούβα η [vrúva] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : διάφορα αυτοφυή χόρτα και βλαστοί φυτών που τρώγονται. ΦΡ πάει για βρούβες: α. (για πρόσ.) έφυγε, χάθηκε. β. (για πρόσ.) πέθανε. γ. (για πργ.) χάλασε, καταστράφηκε.

[μσν. βρούβα < (;)]

[Λεξικό Κριαρά]
βρούβα η.
  • Είδος άγριου χόρτου:
    • εμάζωνε βρούβες (Κατά ζουράρη 97).

[αβέβ. ετυμ.· πιθ. σχετ. με λατ. - ιταλ. volva (REW 9442, DEI) ή λατ. ulva (REW 9042). Η λ. στο Du Cange (η) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες