Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βραχύσωμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραχύσωμος -η -ο [vraxísomos] Ε5 : που έχει μικρό σώμα.

[λόγ. βραχυ- + σώμ(α) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες