Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βράβευση η [vrávefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βραβεύω, η απονομή βραβείου: Mετά τη βράβευσή του έγινε διάσημος. || η τελετή της απονομής του βραβείου: Στη βράβευσή της ήταν παρόντες πολλοί άνθρωποι του πνεύματος.
[λόγ. βραβεύ(ω) -σις > -ση]