Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βράσιμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βράσιμο το [vrásimo] Ο50 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βράζω: ~ νερού / λαχανικών / αυγών. Tο κρέας των γέρικων ζώων είναι σκληρό και χρειάζεται πολύ ~. || (για καθαρισμό, απολύμανση): ~ των ασπρόρουχων / του μπιμπερό / της σύριγγας. 2. (μτφ.) ήχος που παράγεται στον αναπνευστικό σωλήνα και μοιάζει με εκείνον του βρασμού· ρόγχος*: ~ στο στήθος / στα πνευμόνια.

[βρασ- (βράζω) -ιμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες