Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουνό
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουνό το [vunó] Ο38 : 1. μεγάλο, φυσικό ύψωμα, προεξοχή του εδάφους· (πρβ. όρος): Ράχη / λαιμός / ρίζες / αυχένες / κορφή βουνού. Ψηλό / χαμηλό / απότομο / δασωμένο / φαλακρό* ~. Tσάι / χόρτα / ραδίκια του βουνού. H Ελλάδα είναι ορεινή χώρα με πολλά βουνά. || (ευχή) να ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά, πολλά χρόνια. || ΦΡ ~ με ~ (μόνο) δε σμίγει, ποτέ δεν αποκλείεται η συνάντηση ανθρώπων. η τρέλα* δεν πάει στα βουνά. παίρνω (τα όρη) τα βουνά: α. καταλαμβάνομαι από απόγνωση, απελπισία. β. γίνομαι έξαλλος, παραφρονώ. μαθημένα τα βουνά απ΄ τα χιόνια*. στα όρη (και) στα βουνά, για αποτροπή, απομάκρυνση κακού (ως ευχή). βγήκε στο ~, έγινε αντάρτης. κατέβηκε από το ~, για άξεστο, αγενή. παίρνω δίπλα* τα βουνά. 2. ορεινή περιοχή: Φέτος πήγαμε διακοπές στο ~. Είναι άνθρωπος του βουνού, δεν μπορεί στη ζωή της πόλης. 3. (μτφ.) για κτ. το ογκώδες, ποσοτικά μεγάλο ή δύσκολο: Στους δρόμους υπήρχαν βουνά σκουπιδιών. Bουνά τα κύματα στο πέλαγος. ~ τα εμπόδια / οι δυσκολίες. ΦΡ τύχη ~, πολύ μεγάλη. κτ. φαίνεται ~, πολύ δύσκολο, ακατόρθωτο: Aυτή η δουλειά μού φάνηκε ~. βουναλάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. βουνό(ν) < αρχ. βουνός ὁ `λόφος΄, μεταπλ. με βάση την αιτ. κατά το ουδ. το όρος· βουν(ό) -αλάκι]

[Λεξικό Κριαρά]
βουνό το,
βλ. βουνόν.
[Λεξικό Κριαρά]
βουνοαναθρεμμένος, μτχ. επίθ.
  • Που ανατράφηκε στο βουνό:
    • αλωπού … βουνοαναθρεμμένη (Διήγ. παιδ. 240).

[<ουσ. βουνό + μτχ. παρκ. του αναθρέφω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουνοκορφή η [vunokorfí] & βουνοκορυφή η [vunokorifí] Ο29 : κορυφή βουνού.

[βουν(ό) -ο- + κορυφή, κορφή]

[Λεξικό Κριαρά]
βουνόν το· βουνό.
  • Βουνό:
    • (Λίβ. Sc. 1592
    • (σε μεταφ.):
      • να εύρεις δάκρυα ποταμούς, βουνά τρανά τας θλίψεις (Λόγ. παρηγ. L 130).

[<αρχ. ουσ. βουνός. Ο τ. και σήμ. Η λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουνοπλαγιά η [vunoplajá] Ο24 : πλαγιά βουνού.

[βουν(ό) -ο- + πλαγιά]

[Λεξικό Κριαρά]
βουνόπλαγον το.
  • Πλαγιά του βουνού, βουνοπλαγιά:
    • (Χρον. Μορ. P 2804).

[<ουσ. βουνό + πλάγι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ο)]

[Λεξικό Κριαρά]
βουνόπουλον το.
  • Μικρό βουνό, βουναλάκι:
    • απάνου εισέ βουνόπουλον ανέβηκεν κι εστάθη (Θησ. (Foll.) I 81).

[<ουσ. βουνό + κατάλ. πουλον. Η λ. στο Meursius (ο) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βουνός ο.
  • Βουνό:
    • (Καλλίμ. 80).

[αρχ. ουσ. βουνός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βουνοτόπιν το.
  • Ορεινός τόπος:
    • εις ένα τόπον υψηλόν, εις ένα βουνοτόπιν (Βέλθ. 769).

[<ουσ. βουνότοπος (ΙΛ) + κατάλ. ιν. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες