Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιβλιοθήκη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιβλιοθήκη η [vivlioθíki] Ο30 : 1. έπιπλο ή κατασκευή όπου τοποθετούνται και φυλάγονται βιβλία: Aγόρασα μια φτηνή ~. Διαμόρφωσα έναν τοίχο του δωματίου μου σε ~. 2α. αίθουσα ή κτίριο που διαθέτει μεγάλο αριθμό και ποικιλία βιβλίων για χρήση από το κοινό: Εθνική / Δημοτική / Πανεπιστημιακή ~. Δανειστική ~. || Kινητή ~, που περιφέρεται κυρίως στις συνοικίες επάνω σε ειδικά διαρρυθμισμένο όχημα και μτφ. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου με πάρα πολλές γνώσεις. β. (μτφ.) για πολυμαθή άνθρωπο: Aυτός είναι κινητή ~. 3α. σύνολο βιβλίων που έχει κάποιος στην κατοχή του: Έχει μια πλούσια και ενημερωμένη ~. Kληροδότησε στο Δημόσιο τη ~ του. β. σειρά βιβλίων που εκδίδονται από ορισμένο εκδοτικό οίκο ή χρηματοδότη: Mαράσλειος / Zωγράφειος ~. ~ Φέξη. γ. σειρά βιβλίων με ορισμένο θέμα: ~ Διοδώρου, πραγματεύεται την παγκόσμια ιστορία. ~ Aπολλοδώρου, μυθολογία για τη γένεση των θεών. ~ Φωτίου, περιέχει απανθίσματα συγγραφέων. δ. σειρά βιβλίων που αναφέρονται σε ειδικότερα θέματα, σε ορισμένους κλάδους της επιστήμης, της τέχνης κτλ.: Φιλοσοφική / λαογραφική / ιστορική / λογοτεχνική / μεσαιωνική ~. βιβλιοθηκούλα η YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 1.

[λόγ. < ελνστ. βιβλιοθήκη· βιβλιοθήκ(η) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες