Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βακτηρία η [vaktiría] Ο25 : (λόγ.) το ραβδί, το μπαστούνι.
[λόγ. < αρχ. βακτηρία]
[Λεξικό Κριαρά]
- βακτηρία η.
-
- Ράβδος·
- (μεταφ.) στήριγμα· βοήθεια:
- γένου βακτηρία των, που να ’χεις την ευχήν τους (Φυσιολ. (Legr.) 636).
- (μεταφ.) στήριγμα· βοήθεια:
- Η λ. και σε τίτλο έργου:
- Βακτηρία αρχιερέων.
[αρχ. ουσ. βακτηρία]
- Ράβδος·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βακτηριακός -ή -ό [vaktiriakós] Ε1 : (βιολ.) που έχει σχέση με τα βακτήρια· βακτηριδιακός.
[λόγ. βακτήρι(ον) -ακός]