Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βαθμίς η· βασμίς.
-
- Σκαλοπάτι:
- βαθμίδας εκ πετρών (Παϊσ., Ιστ. Σινά 908).
[αρχ. ουσ. βαθμίς. Ο τ. μτγν. Η λ. και σήμ. (‑δα)]
- Σκαλοπάτι:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. ουσ. βαθμίς. Ο τ. μτγν. Η λ. και σήμ. (‑δα)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |