Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτογέννητος, -η, -ο [aftoyénitos]
- ① = αυτογενής 1:
- αυτογέννητη αντίδραση, έμπνευση |
- είχε μέσα του και μια κάποια ορμή αυτογέννητη, έναν κάποιο πόθο για ποίηση (Psichari) |
- οι μύθοι .. αυτογέννητοι αναπηδούν από τα έγκατα της οικουμενικής ψυχής (Panagiotop)
- ② born in the same place, indigenous, native, autochthonous (syn αυτόχθονος):
- οι Σικυώνιοι πίστευαν πως ήταν αυτογέννητοι στη χώρα (Panagiotop) |
- οι αυτογέννητοι θεσμοί του τόπου .. κάρπιζαν καλύτερα το νόημα της ελευθερίας του ελληνισμού (Theodorakop)
[fr kath αυτογέννητος ← PatrG ← AG, cpd w. γεννητός; cf ἀγέννητος, ἀρτι-, ὀψι-, νοθο-, δουλο-γέννητος etc]
- ① = αυτογενής 1: