Παράλληλη αναζήτηση
72 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αφή, σύνδ.,
- βλ. απής.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφή [afí] η, (L)
- ① (capacity or sense of) touch, tactile sense:
- ας προσκυνούμε .. τους προσιτούς στην όραση και στην ~ μας ωραίους ελληνικούς θεούς (Kanellop) |
- ένα περίεργο αίσθημα, άγνωστο, περνά απ' την ~ (Venezis) |
- με την όραση αλλά και με την ~ μπορεί να ζωογονηθεί ο έρως προς μια γυναίκα (Kontogiannis) |
- η ~ μου αντιλαμβανόταν ένα κενό (Kanellis) |
- poem .. να μη χάσουν ποτέ | τα χέρια μου την ~ (Vrettakos)
- ⓐ act or result of touching, palpation, touch (syn άγγιγμα 1, επαφή, ψαύση):
- απαλή ~ |
- ν' απλώνεις το δέρμα σου στην ~ του ήλιου (Karagatsis) |
- ο πυρετός υπολογιζόταν με την ~ (Louros) |
- poem .. τους αγγίζεις απαλά με την ~ του ανέμου (TGiannaras)
- ⓑ tactile sensation produced by sth, touch, feel (near-syn αίσθηση 1):
- ~ του ξύλου, της πέτρας |
- νοιώθεις στα χέρια σου, χωρίς ν' αγγίζεις τίποτε, ~ βελούδινη (Panagiotop) |
- η ~ στις άκρες των δακτύλων ήταν ευχάριστα άνετη, δίχως κανένα αίσθημα τραχύτητας (Pallas) |
- το τσεκούρι .. είν' ένα όπλο, που η ~ του σ' ανατριχιάζει (Sfakianakis) |
- οι φούχτες του .. φύλαγαν τρυφερές αφές απ' τους αφράτους κόρφους .. της Άννας (Lazaridis) |
- poem του σώματος εκείνου η ~ είν' επάνω του (Kavafis) |
- και τα νερά σβήσαν από τα χέρια μου, | νωπές ακόμη αφές (Karydis)
- ② fig sensitive awareness, touch, feeling (near-syn επαφή):
- αν δεν πάμε ως τη φιλοσοφική κατανόηση, .. γινόμαστε αφηρημένοι, δίχως ~ της ζωής (Theodorakop)
- ③ rare lighting, ignition (syn άναμμα 1):
- ~ της ολυμπιακής φλόγας
[fr kath αφή ← postmed (Somavera) ← MG (CGL), PatrG ← K (also pap), AG (Herodot.+); cf ἐπαφή (Aeschyl.+), συναφή (Aristotle+) etc]
- ① (capacity or sense of) touch, tactile sense:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφή 1 η [afí] Ο29 : μία από τις πέντε αισθήσεις της οποίας τα αισθητήρια όργανα βρίσκονται στο δέρμα: Aισθήματα αφής. H παλαιότερη ψυχολογία γνώριζε μία μόνο δερμική αίσθηση, την ~.
[λόγ. < αρχ. ἁφή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφή 2 η : (λόγ.) άναμμα, μόνο όταν αναφερόμαστε στην ολυμπιακή φλόγα: Tην τελετή της αφής της ολυμπιακής φλόγας την παρακολούθησαν προσωπικότητες από όλο τον κόσμο.
[λόγ. < αρχ. ἁφή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφήγημα το [afíjima] Ο49 : γραπτό έντεχνο κείμενο που εξιστορεί μια κατάσταση ή ένα απλό γεγονός, χωρίς να έχει την πλοκή ή την υπόθεση του διηγήματος· (πρβ. αφήγηση, διήγηση): Tα όρια μεταξύ αφηγήματος και διηγήματος είναι δυσδιάκριτα.
[λόγ. < αρχ. ἀφήγημα `διήγηση΄ σημδ. γαλλ. récit]
[Λεξικό Κριαρά]
- αφήγημα το· αφήγημαν· ’φήγημα(ν).
-
- Ό,τι αφηγείται κανείς:
- (Λίβ. Esc. 2807).
[αρχ. ουσ. αφήγημα. O τ. ’φήγημα και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- Ό,τι αφηγείται κανείς:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφήγημα [afíyima] το, (L)
- short story, narrative (syn διήγημα, ιστόρημα):
- αυτοβιογραφικό, διδακτικό, ειδυλλιακό, ιστορικό, ποιητικό, πολεμικό ~ |
- η Kρήτη ανέπτυξε το έμμετρο ~ περισσότερο από κάθε άλλη ελληνική περιοχή |
- ο πεζογράφος που συνθέτει ένα ~ είναι την ίδια στιγμή και ο κριτικός του εαυτού του (Chatzinis) |
- τα περισσότερα από τα μυθιστορήματα και τ' αφηγήματα, που γράφονται σήμερα, ανήκουν στην περιοχή .. του πυκνού μύθου (Panagiotop) |
- σε μικρά αφηγήματα, σχεδόν χρονογραφικά, ανατέμνει τις πιο απίθανες .. καταστάσεις της πραγματικότητας (GIoannou) |
- η ανεύρεση και καταγραφή παλαιών αφηγημάτων είναι .. επιτακτική (Loukatos)
[fr kath αφήγημα ← MG ← K, AG (LXX+; ἀπήγημα Herodot.), der of αφηγούμαι]
- short story, narrative (syn διήγημα, ιστόρημα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφηγηματικά [afiyimatiká] adv (L)
- as a story, in a narrative fashion, narratively:
- έφτιαξε .. εννέα πίνακες, που αναπαριστούν ~ το χρυσό θρύλο της αγίας (Kanellop) |
- το ιστορικό των προσώπων και των σχέσεών τους δεν σερβίρεται ~, περνάει στους διαλόγους (Melas) |
- δεν υπάρχει βέβαια πολλή δράση μέσα στις σελίδες του και η εξέλιξη του μύθου προχωρεί περισσότερο ~ (Sachinis)
[der of αφηγηματικός]
- as a story, in a narrative fashion, narratively:
[Λεξικό Κριαρά]
- αφηγηματικός, επίθ.
-
- Που σχετίζεται με την αφήγηση:
- (Λίβ. N 2101).
[μτγν. επίθ. αφηγηματικός. H λ. και σήμ.]
- Που σχετίζεται με την αφήγηση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφηγηματικός -ή -ό [afijimatikós] Ε1 : που ανήκει, αναφέρεται, ταιριάζει στην αφήγηση ή στο αφήγημα, ή που έχει τα χαρακτηριστικά τους: Aφηγηματική τεχνική. ~ λόγος. Aφηγηματικό ύφος / κείμενο. || που αφηγείται: Tα αφηγηματικά και τα διαλογικά μέρη ενός διηγήματος, μυθιστορήματος κτλ.
[λόγ. < ελνστ. ἀφηγηματικός `που διηγείται΄]