Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκτονώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοκτονώ [aftoktonó] Ρ10.9α : 1.σκοτώνω εκούσια τον εαυτό μου: Aποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με δηλητήριο. Aυτοκτόνησε πέφτοντας από τον πέμπτο όροφο. 2. (μτφ.) χάνω, από δική μου υπαιτιότητα και λίγο πολύ συνειδητά, ένα σπουδαίο αγαθό, επιφέρω την οριστική καταστροφή της υλικής ή της ηθικής οντότητάς μου: Yποκύπτοντας στις αξιώσεις των αντιπάλων μας αυτοκτονούμε πολιτικά.

[λόγ. < αρχ. αὐτοκτονῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκτονώ [aftoktonό] (& αυτοχτονώ) αυτοκτονεί (& αυτοκτονά), ipf αυτοκτονούσα, aor αυτοκτόνησα (subj αυτοκτονήσω), (L)
  • kill o.s., commit suicide (syn αυτοχειριάζομαι, σκοτώνομαι, near-syn αυτοκαταστρέφομαι):
    • αυτοκτονεί από έρωτα, λύπη, πλήξη, φιλότιμο |
    • ρίχνονταν με [τα όπλα] κάτω από τα τείχη και αυτοκτονούσαν (Vacalop) |
    • καλόγερος είναι το άτομο που κοινωνικώς αυτοκτόνησε (Papantoniou) |
    • του ήταν γραφτό σε ηλικία τριάντα χρόνων ν' αυτοχτονήσει για μια γυναίκα (Kazantz) |
    • έβλεπα .. ανθρώπους να αυτοχτονάν πέφτοντας από ταράτσες ουρανοξυστών (Karantonis)

[fr kath αυτοκτονώ ← AG (restored in Soph., Antig. 56), der of αὐτοκτόνος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκτονών [aftoktonόn] ο, (L)
  • person killing himself, suicide (syn αυτοκτόνος)

[fr kath ο αυτοκτονών, substantiv. m of prp of αυτοκτονώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες