Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκινητιστής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοκινητιστής ο [aftokinitistís] Ο7 θηλ. αυτοκινητίστρια [aftokinití stria] Ο27 : ο επαγγελματίας οδηγός ή και ιδιοκτήτης αυτοκινήτου δημόσιας χρήσεως: Tαμείο Aυτοκινητιστών. Οι αυτοκινητιστές ζητούν αύξηση των κομίστρων. || ο ερασιτέχνης που ασχολείται συστηματικά με την οδήγηση αυτοκινήτου: Λέσχη αυτοκινητιστών.

[λόγ. αυτοκίνητ(ον) -ιστής μτφρδ. γαλλ. automobiliste (-iste = -ιστής)· λόγ. αυτοκινητισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκινητιστής [aftocinitistís] ο,
  • car driver, motorist:
    • το αυτοκίνητό του έπαθε βλάβη .. και κανένας άλλος ~ δε στάθηκε, για να τον βοηθήσει (Panagiotop)

[fr kath (neol) αυτοκινητιστής, der of αυτοκίνητον w. suff -ιστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες