Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτεπάγγελτος -η -ο [aftepángeltos] Ε5 : (νομ.) για ενέργεια δικαστικής αρχής που γίνεται χωρίς να το ζητήσει ένα άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο: Aυτεπάγγελτη επέμβαση του εισαγγελέα, που γίνεται χωρίς να προηγηθεί μήνυση ή αίτηση από πολίτη. || (ως ουσ.) το αυτεπάγγελτο, χαρακτηρισμός του τρόπου διεξαγωγής μιας δίκης που γίνεται αυτεπάγγελτα. || (στρατ.) αυτεπάγγελτη αποστρατεία, που γίνεται αναγκαστικά και χωρίς να απαιτείται καμιά ιδιαίτερη διαδικασία (αίτηση, απόφαση συμβουλίου κτλ.).
αυτεπάγγελτα & (λόγ.) αυτεπαγγέλτως ΕΠIΡΡ με τρόπο αυτεπάγγελτο: Οι δικαστικές αρχές μπορούν να απαγορεύσουν ~ την προβολή άσεμνης ταινίας. [λόγ. < αρχ. αὐτεπάγγελτος `με τη θέλησή του΄· λόγ. < ελνστ. αὐτεπαγγέλτως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτεπάγγελτος, -η, -ο [aftepáŋɟeltos] (L)
- ① based on or deriving fr one's free will, voluntary (syn αυτόβουλος 2, αυτοθέλητος, εκούσιος, θεληματικός):
- ο ηθικός του κόσμος είναι αυτόνομος· κάθε κίνησή του αυτεπάγγελτη (Myriv)
- ⓐ acting on one's own initiative, self-appointed (syn αυτοδιορισμένος):
- κύματα ανθρώπων σπρώχνουν τους λίγους χωροφύλακες, .. άλλα κύματα σπρώχνονται από μερικούς αυτεπάγγελτους τηρητές της τάξης (Ouranis)
- ② law undertaken by virtue of one's office or jurisdiction, conforming or consequent to one's legal duties or rights, ex officio:
- η εισαγγελία θα κινητοποιηθεί για αυτεπάγγελτη δίωξη |
- το δικαστήριο έχει δικαίωμα να ενεργήσει κάθε αυτεπάγγελτη έρευνα, για να εξακριβώσει τις δηλώσεις (Christidis AK) |
- εθεώρησε αδίκημα το να είναι κανείς χριστιανός και διέταξε αυτεπάγγελτο διωγμό κατά παντός χριστιανού (Stasinop)
- ⓑ milit compulsory, mandatory (syn υποχρεωτικός):
- αυτεπάγγελτη αποστρατεία |
- αυτεπάγγελτη διαθεσιμότητα placement in the reserves of active duty officers due to lack of availability of promotions
[fr kath αυτεπάγγελτος ← K, AG (Herodot. +), cpd w. ἐπάγγελτος ← (inscr, 2nd c. BC) 'voluntary']
- ① based on or deriving fr one's free will, voluntary (syn αυτόβουλος 2, αυτοθέλητος, εκούσιος, θεληματικός):