Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυθυποβάλλομαι [afθipoválome] Ρ αόρ. αυθυποβλήθηκα, απαρέμφ. αυθυποβληθεί : (ψυχ.) υποβάλλομαι μόνος μου, παθαίνω αυθυποβολή: Tα νευρασθενή άτομα αυθυποβάλλονται πολύ περισσότερο από τα φυσιολογικά.
[λόγ. αυθ- (δες αυτο-) + υποβάλλομαι κατά τη λ. αυθυποβολή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθυποβάλλομαι [afθipoválome] ipf αυθυποβαλλόμουν, aor subj αυθυποβληθώ, (L)
- be prone, or subject o.s. to autosuggestion:
- αυτοϋποβάλλομαι πρέπει [ο ηθοποιός] να αυθυποβληθεί βαθύτατα, ώστε να ταυτιστεί με τον ήρωά του (Athanasiadis-N) |
- το κοινό αυθυποβάλλεται επηρεαζόμενο από την έγκυρη γνώμη των ειδικών (Giatras) |
- ήταν ένας παραμυθάς που αυθυποβαλλόταν; (Tsirkas)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυθυποβάλλομαι, cpd of αυθ- (of αυτός) & υποβάλλομαι]
- be prone, or subject o.s. to autosuggestion: