Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασβεστόγαλα [azvestόγala] το,
- solution of calcium hydroxide and water, whitewash (syn phr ασβέστιο γάλα, near-syn ασβεστόνερο)
[fr kath (neol Koumanoudis) ασβεστόγαλα, cpd w. γάλα]