Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχοντοχωριάτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχοντοχωριάτης ο [arxondoxorjátis] Ο10 : χαρακτηρισμός νεόπλουτου και άξεστου ανθρώπου που παριστάνει τον άρχοντα, σε μετωνυμία από την ομώνυμη κωμωδία του Mολιέρου.

[αρχοντο- + χωριάτης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχοντοχωριάτης [arxondoxorjátis] ο,
  • person who is or behaves like a wealthy and boorish peasant, parvenu:
    • ο δείνα ~παντού ποζάρει και μεγαλοφωνάζεται .. "ο κύριος" (Palam) |
    • τι άλλο ήταν οι ήρωες του Oμήρου παρά σκληροκόκκαλοι αρχοντοχωριάτες; (Athanasiadis)

[cpd w. χωριάτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες