Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχοντομαθαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχοντομαθαίνω [arxondomaθéno] αρχοντόμαθα,
  • et used to an aristocratic or rich way of life (near-syn καλομαθαίνω):
    • αρχοντόμαθε στα ξένα και του κακοφαίνεται στο χωριό

[cpd w. μαθαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες