Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχοντομαθαίνω [arxondomaθéno] αρχοντόμαθα,
- et used to an aristocratic or rich way of life (near-syn καλομαθαίνω):
- αρχοντόμαθε στα ξένα και του κακοφαίνεται στο χωριό
[cpd w. μαθαίνω]
- et used to an aristocratic or rich way of life (near-syn καλομαθαίνω):