Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχοντοθυγατέρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αρχοντοθυγατέρα η.
  • Kόρη ευγενούς ή πλουσίου:
    • εξέβαζαν … από τα μοναστήρια αρχοντοθυγατέρες (Θρ. Kων/π. B 115).

[<ουσ. άρχοντας + θυγατέρα. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχοντοθυγατέρα [arxondoθiγatéra] η,
  • daughter of a noble or rich family (syn αρχοντοκοπέλα, αρχοντοκόρη, αρχοντοκόριτσο, αρχοντοπούλα, αρχοντούλα):
    • poem η Zερβοπούλα η όμορφη κι ~| στον αργαλειό της ύφαινε κι ανάρια ετραγουδούσε (Krystallis) |
    • εκεί κερήθρα μο 'φερε, ψωμί σταρένιο, κρύο νερό | η ~ (Sikel)

[fr postmed αρχοντοθυγατέρα, cpd w. θυγατέρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες