Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχοντογενιά η [arxondojená] Ο24 : αρχοντική, αριστοκρατική γενιά.
[αρχοντο- + γενιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχοντογενιά [arxondoyenjá] η,
- noble or upper-class family or clan (syn αρχοντόγενο, αρχοντόσογο, αρχοντοσόι):
- είναι πολιτικός από τους πρώτους και απόγονος μιας από τις δώδεκα αρχοντογενιές της Aθήνας (Petsalis)
[cpd w. γενιά]
- noble or upper-class family or clan (syn αρχοντόγενο, αρχοντόσογο, αρχοντοσόι):